Το ημερολόγιο ενός θανατοποινίτη – Επίλογος

Όπως εμφανίστηκε ξαφνικά, έτσι ξαφνικά εξαφανίστηκε μια μέρα.

Έμενε σε ένα σπίτι στην άκρη του χωριού, το οποίο ήταν εγκαταλειμμένο χρόνια.

Οι πιο παλιοί έλεγαν ότι πριν σαράντα περίπου χρόνια, στο σπίτι αυτό έμενε ένας μοναχικός άντρας με τα δύο παιδιά του. Ένα μικρό αγοράκι και μια μεγαλύτερη κορούλα. Η γυναίκα του, λένε ότι είχε πεθάνει στην γέννα του μικρού. Δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις εκτός από τις αναγκαίες με τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού. Κάποιοι έλεγαν, πως όποια ώρα της ημέρας και αν περνούσες έξω από το σπίτι μπορούσες να ακούσεις το θλιμμένο τραγούδι μιας φυσαρμόνικας. Όταν είχε κηρυχτεί γενική επιστράτευση για τον μεγάλο πόλεμο, ο άντρας αυτός κατατάχτηκε στον στρατό και έφυγε από το χωριο. Δεν γύρισε ποτέ. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Τα παιδιά τα πήρε η γιαγιά η οποία ζούσε στην πόλη και τα μεγάλωσε στην πολυκατοικία όπου έμενε μόνη. Ο μικρός τότε πρέπει να ήταν πέντε περίπου χρονών.

Σαράντα χρόνια μετά, οι παλιοί πίστευαν, ότι το μικρό εκείνο πεντάχρονο παιδί ήταν ο άντρας που εμφανίστηκε ξαφνικά και επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα του.

Σύντομα, στο χωριό απέκτησε την φήμη του τρελού. Κυκλοφορούσε πάντα μόνος, ατημέλητος και κουρελιασμένος και απέφευγε άσκοπες επαφές και μη αναγκαίες συνομιλίες με άλλους ανθρώπους.

Τα απογεύματα σύχναζε στην πλατεία του χωριού. Καθόταν σε ένα παγκάκι αμίλητος και τάιζε τα περιστέρια με τις ώρες, ενώ κάποιοι έλεγαν ότι τον είδαν μερικές φορές να μιλά με τον εαυτό του. Όταν περπατούσε, με εκείνο το κουτσό και νωχελικό του βάδισμα, κοίταζε συχνά πίσω από τον ώμο του λες και κάποιος τον ακολουθούσε.

Τον τελευταίο καιρό, πριν την εξαφάνισή του, κάποιοι περαστικοί από την πλατεία του χωριού τον άκουσαν να μιλά ασυνάρτητα για κάποιο έγκλημα, για δίκες, καταδίκες και θανατικές ποινές.

Και μετά εξαφανίστηκε.

Η γυναίκα του κοινοτάρχη, η οποία κάθε μέρα περνούσε έξω από το σπίτι του άντρα αυτού, για να πάει στην γυναίκα του φούρναρη για τον πρωινό καφέ και τα «νέα» της ημέρας, κάποιο πρωινό, περίπου έξι ημέρες μετά την εξαφάνισή του, είχε πει στη γυναίκα του φούρναρη ότι ο «τρελός» πρέπει να είναι στο σπίτι κλεισμένος, γιατί είχε δει μαύρο πυκνό καπνό να ανεβαίνει πάνω από τον ψηλό φράκτη της πίσω αυλής του, λες και κάποιος εκεί έκαιγε σκουπίδια.

Την επομένη μάλιστα, είχε πει στην γυναίκα του φούρναρη ότι καθώς περνούσε από το σπίτι του «τρελού», είδε δύο άντρες από μακριά να κατευθύνονται προς το δάσος. Η ημέρα ήταν πολύ σκοτεινή, είχε μάλιστα αρχίζει να ψιχαλίζει, αλλά της φάνηκε ότι ο ένας από αυτούς είχε το ίδιο νωχελικό και κουτσό βάδισμα με αυτό του «τρελού». Δεν πρόσεξε όμως να γυρίζει το κεφάλι προς τα πίσω όπως συνήθιζε εκείνος, έτσι δεν ήταν βέβαιη αν όντως επρόκειτο για αυτόν. Η γυναίκα του φούρναρη μάλιστα, είχε πει ότι αμφιβάλλει αν επρόκειτο για τον «τρελό», αφού ποτέ δεν τον είχαν δει να κυκλοφορεί δίπλα σε άλλον άνθρωπο.

Μετά από πολλούς μήνες δύο αγόρια οκτώ και δέκα χρονών, που είχαν χαθεί σε ένα κυνήγι θησαυρού που οργάνωνε η κοινότητα, περιφέρονταν στο δάσος ώρες ολόκληρες χωρίς να μπορούν να προσανατολιστούν. Το μεγαλύτερο από τα παιδιά σκέφτηκε ότι αν ακολουθούσαν την ροή του ποταμού θα τους οδηγούσε έξω από το γειτονικό χωριό. Μετά από περίπου δέκα λεπτά περπάτημα είδαν στην απέναντι όχθη κάτι που τους κίνησε την περιέργεια. Κάτι που έμοιαζε με κουφάρι ανθρώπου δεμένο πισθάγκωνα στον κορμό ενός δέντρου. Τα παιδιά δεν τόλμησαν να πλησιάσουν, μόνο άρχισαν να τρέχουν για να φέρουν βοήθεια.

Σε λίγες ώρες το δάσος είχε γεμίσει με ανθρώπους. Κανείς δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει με βεβαιότητα σε ποιον ανήκε το πτώμα, αλλά όλες οι εικασίες και οι υποθέσεις έλεγαν ότι επρόκειτο για εκείνον.

Στην τσέπη του χοντρού παλτού του, είχε βρεθεί ένα μικρό ημερολόγιο λερωμένο και μισοκατεστραμμένο από την βροχή. Το είχαν φυλάξει στη μικρή βιβλιοθήκη του χωριού και μέχρι σήμερα το έχουν καλά προστατευμένο σαν έκθεμα μουσείου. Από κάτω υπάρχει η επιγραφή «Το ημερολόγιο ενός θανατοποινίτη».

Κάποιες θεωρίες λένε ότι επρόκειτο για τον τρελό ο οποίος αυτοκτόνησε, αλλά δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το δέσιμο του σώματος στον κορμό του δέντρου.

Κάποιοι άλλοι λένε ότι επρόκειτο όντως για θανατοποινίτη ο οποίος δραπέτευσε και ο οποίος δολοφονήθηκε από κάποιον στο δάσος. Στα αρχεία των φυλακών όμως δεν υπάρχει καταγραμμένη καμία άλυτη υπόθεση απόδρασης θανατοποινίτη.

Είναι και η γυναίκα του κοινοτάρχη η οποία είναι βέβαιη ότι οι δύο άντρες που είδε να κατευθύνονται στο δάσος εκείνη την ημέρα έχουν σχέση με το άλυτο αυτό μυστήριο και είναι βέβαιη τώρα πια ότι ο ένας εκ των δύο ήταν ο «τρελός».

Ποιος συνόδευε τον τρελό στο δάσος εκείνη την βροχερή ημέρα;

Σε ποιο έγκλημα αναφερόταν στο ημερολόγιό του;

Ποια ήταν η κοπέλα την οποία αναφέρει με νοσταλγία στα γραφόμενά του;

Όπως και να έχουν τα πράγματα, όλα αυτά λίγη σημασία έχουν τώρα πια και οι απαντήσεις δεν θα ωφελήσουν κάτι πέρα από το να ικανοποιήσουν την ανθρώπινη περιέργεια.

Την ανθρώπινη περιέργεια, αυτό το αδηφάγο σαρκοβόρο τέρας που κατέτρωγε κάθε ημέρα την γυναίκα του κοινοτάρχη και την γυναίκα του φούρναρη και τις έκανε να ψάχνουν απαντήσεις στο ποιος και στο γιατί, κάτι που το ανθρώπινο ενδιαφέρον λίγους μήνες πριν δεν ήταν ικανό να τις υποκινήσει να κάνουν.

————————————————————————————————————————————-

Δεκαετίες μετά, μόνο εγώ έχω απομείνει αυτόπτης μάρτυρας εκείνης της μυστήριας ιστορίας. Έχουν περάσει επτά ολόκληρες δεκαετίες. Κάποτε ήμουν το δεκάχρονο εκεινο αγόρι που χάθηκε στο δάσος και είδε πρώτος το πτώμα εκείνη την ημέρα, σήμερα είμαι ένας γέρος ογδόντα χρονών.

Θυμάμαι καλά αυτή την ιστορία, αλλά ποτέ δεν μιλώ για αυτήν, ούτε στα παιδιά μου, ούτε στα εγγόνια μου. Μετράω πλέον και εγώ τις δικές μου ημέρες, σαν καταδικασμένος θανατοποινίτης. Και όταν πια έρθει η δική μου έβδομη ημέρα και κλείσουν τα δικά μου μάτια, όπως έκλεισαν της γυναίκας του κοινοτάρχη, της γυναίκας του φούρναρη, και του τότε οκτάχρονου μου φίλου, το μόνο που θα έχει απομείνει ως μάρτυρας αυτής της ιστορίας θα είναι ένα μισοκατεστραμμένο ημερολόγιο κλεισμένο σε ένα γυάλινο κουτί, γεμάτο άλυτα ερωτήματα και άγνωστες λεπτομέρειες.

Εκείνη την ημέρα λοιπόν, η τεράστια ιστορία του καθημερινού εκείνου ανθρώπου, το παρελθόν του, τα παιδικά του χρόνια, τα επιτεύγματά του, οι αγώνες του, τα λάθη του, τα αισθήματά του, όσα έκανε και όσα θα ήθελε να κάνει, όλα αυτά και άλλα τόσα που άφησε πίσω και θα χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι να τα χωρέσουν, θα σβήσει εντελώς… Θα γίνει άλλος ένας μικροσκοπικός κόκκος άμμου σε μια απέραντη παραλία… άλλη μια σταγόνα δάκρυ σε ένα απύθμενο και όλο αλμύρα ωκεανό…

Γιώργος Μαυρογιάννης Απρίλιος 2015 © copyrights protected all rights reserved black_and_white_beach_by_denehy-d5c7rjh

Advertisement

Σχολιάστε

Συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε το σχόλιο σας:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s